- αποσβήνω
- -ησα, -ήστηκα, -ησμένος, αμτβ., χάνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι: Πάει ο δύστυχος, απόσβησε με την καινούρια συμφορά που τον βρήκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποσβήνω — (AM ἀποσβεννύω, Α κ. σβέννυμι) 1. εξαφανίζομαι 2. σβήνω εντελώς νεοελλ. (για χρέη) εξοφλώ αρχ. Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως 2. εξαλείφω II. ( υμαι) 1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ 2. εξασθενώ, εξαντλούμαι 3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω … Dictionary of Greek
αποσβέννυμι — κ. ύω βλ. αποσβήνω … Dictionary of Greek
εκσβέννυμι — ἐκσβέννυμι (AM) 1. σβήνω τελείως, αποσβήνω 2. ξεραίνομαι, στερεύω 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεσβηκώς αυτός που έχει ξεραθεί εντελώς, που έχει στερέψει … Dictionary of Greek